νεόδματος

νεόδματος
νεόδμᾱτος
1 new-built met. new-made. δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (contra Chrysippus ap. Σ, ἐκ περιφράσεως τοὺς βωμοὺς αὐτούς) I. 4.62

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”