- νεόδματος
- νεόδμᾱτος1 new-built met. new-made. δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (contra Chrysippus ap. Σ, ἐκ περιφράσεως τοὺς βωμοὺς αὐτούς) I. 4.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek